Τετάρτη 18 Αυγούστου 2004

Το Σχέδιο Ανάν και η Παθογένια των  Ιδεολογημάτων

Xρήστος Αλεξάνδρου
Πολιτικός Επιστήμονας

Το περιβόητο σχέδιο Ανάν προκάλεσε μεταξύ άλλων και μια  ανάδυση διαφόρων ιδεολογημάτων (και ψυχολογημάτων) στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Πρόκειται για ιδεολογήματα και λανθάνουσες τάσεις οι οποίες κυοφορούνταν για αρκετά χρόνια στο παρασκήνιο και οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και εκφράστηκαν πιο ολοκληρωμένα τα τελευταία χρόνια. Το εν λόγω σχέδιο υπήρξε ο καταλύτης στο  να εκφραστούν απερίφραστα διάφορα επιχειρήματα για την άνευ όρων αποδοχή του από χώρους αντίθετους μεταξύ τους, πλην όμως οι αντιθέσεις αποσιωπήθηκαν και λειτούργησαν μεταξύ τους συνασπισμένοι. Αυτό βεβαία δεικνύει ότι τα τελευταία χρόνια οι όποιες κατά καιρούς πικετοφορίες επιθέτων και επιθετικές ιαχές κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα δεν ανταποκρίνονταν σε τίποτε το διαφορετικό μεταξύ. Και αυτό όχι μόνο μεταξύ ΔΥΣΗ-ΑΚΕΛ αλλά και άλλων φαινομενικά ετερόκλητων ομάδων και υποομάδων που υποστήριξαν το αγγλοαμερικανικό σχέδιο Ανάν.

Η όλη επιχειρηματολογία  των υποστηρικτών του πρωτοφανούς αυτού σχεδίου ξεκινούσε από ένα νομικισμό που κουτοπόνηρα προσπαθούσε να υποκρύψει οφθαλμοφανείς συνέπειες και έφτανε μέχρι  ένα νεφελώδη κοσμοπολιτισμό επιχρισμένο με ισχυρές δόσεις ηθικισμού. Ηθικολογίες διάφορες που προέρχονταν  δήθεν,  όπως ισχυρίζονταν μερικοί από τους  εκφραστές τους, κατευθείαν από το πνεύμα των Αρχαίων Ελλήνων για «πραγματική» ανοχή, «αδογμάτιστο» φρόνημα, και κάμποση μελιστάλακτη αγάπη. Εκείνο που πρόδιδε η γκάμα αυτών των απόψεων ήταν μια σοβαρή έλλειψη γνώσης για τα βαθύτερα αίτια και συστατικά της πολιτικής. Και πρώτιστα ότι αυτή δεν κινήθηκε ποτέ με ηθικολογίες, έστω και αν πάντα οι διανοούμενοι τις παρήγαγαν άφθονες. Αποκάλυπτε ταυτόχρονα και μια εντελώς επιφανειακή ενημέρωση για τα διεθνή πράγματα και τα βαθύτερα αδιέξοδα που αναδύονται σε πλανητικό επίπεδο. Οι Κύπριοι θεωρητικοί του σχεδίου Ανάν έμοιαζαν να βρίσκονται τουλάχιστον δύο δεκαετίες πίσω, αμέσως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου όπου όλες οι αναλύσεις ήταν διανθισμένες με ευχολόγια και ηθικά επινίκια  για την  «νέα εποχή», την «διαρκή ειρήνη», και άλλα παρόμοια. Έτσι εγκαλούσαν με ετεροχρονισμένη συνθηματολογία τους πολλούς που μαζικά για ξεκάθαρους και εξόχως σοβαρούς λόγους αντιτίθεντο στο εν λόγω σχέδιο. Δυστυχώς στην κυπριακή πολιτική συζήτηση το επιφανειακό, το μερικό (ιδιαίτερα αυτό), η νομικίστικη προσέγγιση, και η αδυναμία ευρύτερων συσχετίσεων υπήρξε πάγιο χαρακτηριστικό της με αρνητικότατες συνέπειες για την σύγχρονή  πορεία της Κύπρου.

Η κύρια πηγή, άμεσα ή έμμεσα, των «πρωτοποριακών», όπως εμφανώς πίστευαν οι εκφραστές τους επιχειρημάτων, για την άνευ όρων αποδοχή του σχεδίου  δεν ήταν  η απροϋπόθετη στάθμιση των ιδιαίτερων πτυχών και συνθηκών του κυπριακού προβλήματος αλλά η προοδευτική λεγόμενη διανόηση στην Αθήνα,  ιδιαίτερα μετά την άνοδο και παγίωση στην εξουσία τα τελευταία χρόνια, της εκσυγχρονιστικής σχολής υπό το Κώστα Σημίτη. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος και οι συν αυτό εκφραστές του εκσυγχρονισμού του  τιμούνται  τόσο πολύ στην Λευκωσία. Είχαμε σε τελευταία ανάλυση μια μεταπράτηση του μεταπρατικού αθηναϊκού εκσυγχρονισμού, και όπως αναμένεται  σε τέτοιες περιπτώσεις το κακέκτυπο γίνεται διπλά κακέκτυπο.

Όπως λέχθηκε παραπάνω οι θεωρητικοί του  σχεδίου Ανάν προέρχονταν από ετερόκλητες ομάδες, φαινομενικά ή μη. Οι όποιες διαφορές τους στο παρελθόν που αφορούσαν το παρών και το μέλλον της Κύπρου μπορεί να ήταν κάπως πιο ευδιάκριτες μέχρι πριν μερικά χρόνια. Προοδευτικά όμως, και  ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 90΄, αυτές σμικρύνθηκαν για να συμπέσουν χωρίς καμία μεταξύ τους ένσταση στη θετική τους ανταπόκριση  η Κύπρο να υπάρξει με τον τρόπο εκείνο που υπαγόρευε και το σχέδιο Ανάν. Έτσι λοιπόν συνυπήρξαν άριστα πρώην ακραιφνής ενωτικοί, πολλοί από αυτούς μέλη και φίλοι της ΕΟΚΑ Β, με τους σκληροπυρηνικούς  της ιντελιγκέντσιας του ΑΚΕΛ.

Δύο αξιοσημείωτες ομάδες των οποίων η παρατήρηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα, είναι από την μια πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι οποίοι είχαν ενεργό παρουσία στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε ως στελέχη της κυβέρνησης είτε  ως αντιπολιτευόμενοι. Μαζί με νεότερους αποτέλεσαν το δυναμικό εκείνο μέρος της ενωτικής παράταξης εκ των οποίων  πολλοί εντάχθηκαν στην ΕΟΚΑ Β΄. Μεγάλος αριθμός από αυτούς, ιδιαίτερα ενεργοί μέχρι σήμερα,  κατατρυχόμενοι  υπό  το βάρος της ενοχής για άμεση ή έμμεση σύμπραξη στο δρόμο προς το καταστροφικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, πολύ εύκολα έτρεξαν να προσυπογράψουν το σχέδιο.

Φαίνεται  όμως ότι λειτούργησε  και μια άλλη παράμετρος,  μάλλον ισχυρότερη από τις ενοχικές τύψεις. Αφού η μέγιστη δική τους προσπάθεια κάποτε να αποκαταστήσουν εθνικά το κυπριακό ελληνισμό απέτυχε παταγωδώς, καμία λύση δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει στοιχειωδώς το δίκαιο. Έτσι λοιπόν για αυτήν την ομάδα η υποστήριξη οποιουδήποτε σχεδίου ήταν εκ των προτέρων δεδομένη. Αυτή εξάλλου ήταν η στάση της σε μεγάλο βαθμό  και στο παρελθόν απέναντι σε παρόμοια σχέδια. Οποιαδήποτε άλλη τοποθέτηση τους, εθνικά διεκδικητική και προπάντων στην βάση του ενιαίου κράτους, αποτελούσε εύκολη αφορμή να τους καταλογιστεί «αμετανόητος αντιτουρκισμός» κ.τ.λ. Έτσι έφτασαν να γίνουν  διαπρύσιοι κήρυκες του «ρεαλισμού», που στα κυπριακά πράγματα έχει την ιδιότυπη ερμηνεία της παραίτησης από κάθε σχεδόν διεκδίκηση και προπαντός να μην δυσαρεστηθεί κανένας ξένος.

Μια άλλη ομάδα  ανθρώπων που υπήρξαν ιδιαίτερα φανατικοί στη προώθηση του σχεδίου Ανάν ήταν όσοι στην δεκαετία του 80’ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90’ ταυτίστηκαν με την όποια αντικατοχική προσπάθεια εκδηλώθηκε στο νησί είτε μέσα από κόμματα είτε στην κοινωνία των πολιτών.  Τα μέλη αυτής της ομάδας, όντας παιδιά ή έφηβοι κατά την διάρκεια της εισβολής,  βίωσαν την έννοια της  ματαίωσης και την τραγωδία της καταστροφής πολύ έντονα. Το παρατεταμένο εσωτερικό τους αδιέξοδο από την όλο και μικρότερη προοπτική να αποκατασταθεί η Κύπρος στην ιστορική της διάσταση ήρθε να τους το λύσει  η «νέα» εκδοχή των πραγμάτων όπως αυτή πρόβαλε «εκσυγχρονισμένη» από την σχολή Σημίτη – Παπανδρέου.

Αμέσως μετά από το περήφανο  Όχι των Ελλήνων Κυπρίων, οι πλέον φανατικοί του σχεδίου Ανάν θέλοντας να το μειώσουν απεφάνθησαν ότι αυτό δεν ήταν συμπαγές και προερχόταν από διαφορετικές κατευθύνσεις με διαφορετικό βάρος. Έφτασε μάλιστα να ειπωθεί από πολύ επίσημα  χείλη ότι το Όχι δεν ήταν Όχι στο σχέδιο Ανάν (επί λέξη) αλλά για κάποιες  μόνο πτυχές του! Αυτό σίγουρα δεν μπορεί να ευσταθήσει αφού το Όχι από όσο διαφορετικές τάσεις και αν προήλθε  ήταν πολύ πιο συνενωμένο και ψυχικά δεμένο από το Ναι, αφού βρισκόταν σε κατάσταση άμυνας  από μια ισχυρή και προκλητική πίεση που ήθελε να το εξουδετερώσει κατά κράτος. Και λίγο ή πολύ σε όλους όσους ψήφισαν Όχι υπήρχε  η κοινή συνείδηση  ότι παρά επίσημα  και νομιμοποιημένα διχοτομημένη η Κύπρος, όπως ισοδυναμούσε το σχέδιο Ανάν, και το χειρότερο συνολικά παγιδευμένη, είναι σαφώς πιο συμφέρουσα η παρούσα κατάσταση. Ο ρεαλισμός της επιβίωσης και η υποτίμηση του πατριωτισμού του Έλληνα Κύπριου λειτούργησαν διεγερτικά αγνοώντας την πληθώρα των σοφισμάτων και την ψευτοηθική του επίπληξη. Τα ηθικά επιχειρήματα της επίπληξης του  ήταν βεβαίως τα γνωστά, εκείνα  που κατακεραυνώνουν  τις «εθνικιστικές εμμονές», «τις αγκυλώσεις του παρελθόντος» κ.τ.λ. 

Προϋπήρξε βέβαια μια μακρά διαδικασία ενοχοποίησης  που λίγο πολύ σκόπευε να υποβάλει την ιδέα στον Ελληνοκύπριο ότι αυτός φταίει για την εισβολή του 74΄ και ως εκ τούτου να μην διαμαρτύρεται και πολύ και προπάντων να μην διεκδικεί. Η διαδικασία αυτή χαλκεύτηκε με υπομονή στα περιβόητα «σεμινάρια επαναπροσέγγισης» και διοχετεύτηκε μέσω  πρόθυμων διαύλων σε Ελλάδα και Κύπρο,  ελλείψη ενός ισχυρά αρθρωμένου πολιτικού αντιλόγου. Έτσι τα τελευταία χρόνια εκφράστηκε επίσης κατά κόρο η βαθιά υποτιμητική  για τον Έλληνα της Κύπρου άποψη ότι μια από τις βασικές αιτίες της μη επίλυσης του κυπριακού προβλήματος είναι και η ψυχολογική του δυσκολία συνυπάρξει με τους Τουρκοκύπριους.

Οι αποσβολωμένες δηλώσεις του Άλβαρο Ντε Σότο αμέσως μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος «ότι άλλα ήθελε ο λαός και άλλα οι ηγέτες του» είναι αποκαλυπτική για την συζήτηση. Η νόθα πορεία της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» και όπως αυτή έφτασε τελικά να σημαίνεται με το σχέδιο Ανάν, δηλαδή κάτι πολύ περισσότερο από τις φαινομενικά ήπιες σημασίες αυτών των όρων, δεν εγκρίθηκε ποτέ από τον κυπριακό λαό, όπως αυτάρεσκα  πίστευαν οι ηγέτες του. Στην ουσία έμεινε σκόπιμα ανενημέρωτος ο λαός για αυτό και οι πρωτεργάτες από την ελληνική πλευρά  στην προετοιμασία του σχεδίου Ανάν, ο Γλαύκος Κληρίδης  και η «σχολή» του δεν έπεισαν παρά το εν τρίτο  των ψηφοφόρων του κόμματος τους να υπερψηφίσουν το σχέδιο, παρά τις θερμές  παρακλήσεις  τους.

Οι Κύπριοι θεωρητικοί του σχεδίου Ανάν προσπάθησαν να μην ασχοληθούν πολύ με τα ουσιώδη, δηλαδή τις νομικές, πολιτικές, οικονομικές, και εθνικές καταστρατηγήσεις της Κύπρου είτε διότι τα επιχειρήματα τους θα ήταν παντελώς έωλα είτε διότι πίστευαν πραγματικά ότι αυτές οι καταστρατηγήσεις είναι δευτερεύουσες και εύκολα θα ξεπερνιούνταν αν όλοι ακολουθούσαν τη «πορεία του σύγχρονου κόσμου» και τους  «νέους  ορίζοντες σκέψης». Όμως ο κυπριακός λαός κατά τρόπο αυτονόητο, φυσικό, και πατριωτικό στάθηκε στα ουσιώδη και απέρριψε το  εν λόγω  σχέδιο  χωρίς ψευτοδιλλήματα. Κάτι το οποίο θα έπραττε και κάθε άλλος λαός στη θέση του. Και αυτή του η επιμονή στην απόρριψη  συνοψιζόταν μέσα από  απλά όσο  και  καίρια ερωτήματα.

1.  Γιατί πρέπει μια μειονότητα του 12% (και όχι πλέον του 18%) να απολαμβάνει τόσα υπερπρονόμια  και απόλυτη σχεδόν πολιτική ισότητα, κάτι που πουθενά αλλού δεν υπάρχει.
2.  Γιατί η καταπάτηση των δικαιωμάτων των προσφύγων ως προς την επιστροφή και την απόδοση των περιουσιών τους να είναι τόσο βάναυση και όχι έστω μιας μικρής κλίμακας.
3.    Γιατί η Τουρκία πρέπει να έχει μονομερές δικαίωμα επέμβασης σε ένα ανεξάρτητο κράτος μέλος του ΟΗΕ και της Ε.Ε.
4.  Γιατί θα έπρεπε να νομιμοποιηθούν όλοι σχεδόν οι έποικοι και όχι έστω κάποιες πραγματικά ανθρωπιστικές περιπτώσεις.
5. Γιατί τα ανθρωπιστικά θέματα των Ελλήνων να είναι πάντα σε δεύτερη μοίρα από τα ανθρωπιστικά των άλλων.
6. Γιατί τα τεράστια οικονομικά ποσά  για την ανοικοδόμηση των κατεχομένων, την λειτουργία  μιας  τρικέφαλης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και τα τεράστια ποσά για  τις αποζημίωσης των πλείστων προσφύγων που δεν θα επέστρεφαν να τα πληρώσουν οι παθόντες και η Τουρκία να μην καταβάλει απολύτως τίποτα.
7.  Γιατί τα παιδία των Ελλήνων της Κύπρου θα έπρεπε να μαθαίνουν υποχρεωτικά τουρκική γλώσσα και λογοτεχνία.
8. Γιατί κατά τρόπο υπόγειο και έντεχνο η Κύπρος θα πρέπει να αποκοπεί από τον υπόλοιπο ελληνισμό.


(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην θρακική εφημερίδα Αντιφωνητής στις 18 Αυγούστου 2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου