Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2002

H Καταστροφή του 1974 και η Κυπριακή Ποίηση

Χρήστος Αλεξάνδρου
Πολιτικός Επιστήμονας
(Σημ: H πιο κάτω εισήγηση δόθηκε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο (πρώην Cyprus College) το Νοέμβριο του 2002 στο πλαίσιο της ημερίδας «Το αρχιπέλαγος της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνίας» και στη συνέχεις δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άρδην τον Ιούνιο του 2004 (τ. 47). Εδώ παρατίθεται ελαφρώς διαφοροποιημένο, λεκτικώς και συντακτικώς)


Αποτελεί κοινό τόπο στους κριτικούς, στους φιλολόγους, τους ποιητές και εν γένει στους λογοτέχνες, ότι τα παθήματα και ο πόνος ενός λαού  σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία, συνήθως αποτελούν αιτία να γεννηθεί μια υψηλής στάθμης ποίηση. Και προπάντων όταν αυτά τα παθήματα είναι συνδεδεμένα  με ματαιωμένα οράματα,  και ακόμη περισσότερο όταν αυτή η ματαίωση ακολουθείται από μεγάλες καταστροφές.

Η κυπριακή ποιητική παραγωγή των τελευταίων πενήντα χρόνων θα λέγαμε ότι είναι από τις πιο ευδιάκριτες και απτές των περιπτώσεων εκείνων που πηγάζουν κατευθείαν από τις τραγωδικές περιπέτειες της πατρίδας. Οι αγώνες, οι αγωνίες και οι καταστροφές του τόπου, αποτυπώνονται κατά τρόπο ακαριαίο  στον ποιητικό λόγο. Τα λόγια των ποιητών βγαίνουν μέσα από βιωμένα στο έπακρο γεγονότα και όχι από ιδέες. Σίγουρα δεν  είναι άσχετο με αυτήν την κεφαλαιώδους σημασία επισήμανση ότι στην Κύπρο δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα ο πεζός λόγος και η διαφορά που τον χωρίζει από τον ποιητικό είναι πολύ μεγάλη.  Ο ποιητικός λόγος ανταποκρίνεται αμεσότερα στα ψυχικά ερεθίσματα, και η έκφραση των συναισθημάτων είναι εναργέστερη. Ας μην ξεχνάμε και τη ρήση  του Ν. Βρεττάκου, ότι «η κυπριακή ποίηση έχει αίμα μέσα της». Η καταστροφή του ’74 λοιπόν, κάνει μια βαθιά τομή και στο σώμα της σύγχρονης κυπριακής ποίησης και την οδηγεί σε πολύ υψηλές επιδόσεις. Διότι, όπως σημείωσε ο Μόντης σε μια συνέντευξη του, «στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση». (Λέξη 159, 1999, σελ. 405-07)

Πριν προχωρήσουμε όμως πρέπει να αναφέρω εκ των προτέρων δύο στοιχεία, ως συμπληρωματικά του γενικού περιγράμματος που επιχειρούμε, τα οποία ενδεχομένως κάποιες φορές να μην είναι αυτονόητα. Το πρώτο είναι ότι η κυπριακή ποίηση δεν αλλάζει άρδην εν μια νυκτί, από την 20η Ιουλίου  του 1974 και εντεύθεν, αλλά το ποιητικό πρόπλασμα υπήρχε. Τα διλήμματα, οι ανωμαλίες, η πρόγευση της καταστροφής, αποτυπώνονταν έντονα και στον ποιητικό λόγο προ του ’74. Επίσης έχουμε κορυφαίες ποιητικές συνθέσεις μετά την Ζυρίχη που αναφέρονται στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ και οι οποίες είναι συμφυής με τις παρενέργειες που αυτή προκαλεί. Γράφουν, δηλαδή, οι ποιητές για τον αγώνα μέσα από εν εξελίξει νέα δυναμικά γεγονότα τα οποία συνυφαίνουν ποικίλα συναισθήματα και προκαλούν διάφορους κραδασμούς. Υποβάλλει ο Κώστα Μόντης:
Mητέρα έχει διασαλευθεί
η πειθαρχία μέσα μας,
Έχει διασαλευθεί
Η έννομη τάξη μέσα μας,
Πήραν όλα μέσα μας τον νόμο
Στα χέρια τους
Συζητούν
Αμφισβητούν
Διαφωνούν
Διαπληκτίζονται εν μέση οδώ.

(Δεύτερο Γράμμα στην Μητέρα)

Καταλήγοντας για αυτό το σημείο θα έλεγα επιγραμματικά πως η κυπριακή ποίηση είχε πάρει από χρόνια το δρόμο της για το 1974.

Το δεύτερο στοιχείο που θα ήθελα να σημειώσω είναι ότι το ’74 αποτελεί αιτία ή και αφορμή να γραφτεί, και επιτρέψατε μου τον όρο, και ελαφρά ποίηση, ένα γεγονός που ενδεχομένως να ήταν και αναπόφευκτο. Το μέρος αυτό της ποίησης το χαρακτηρίζει  μια συναισθηματική έκρηξη, που πολλές φορές φτάνει μέχρι και το αφελές μελό. Γενικά, πρόκειται για μια θεώρηση απλώς των επιφαινομένων της τραγωδίας χωρίς εμβάθυνση στα υπαρκτικά της δεδομένα. Ο ακαριαίος λόγος του Μόντη ψέγει με τρόπο σαρκαστικό  το φαινόμενο. Γράφει λίγο μετά την εισβολή:

Yπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων
για την τουρκική εισβολή.
Η κυρία τάδε τους θέλει επειγόντως
για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Παρίσσι,
…………………………………………..
στην Camden Town και στην Ν. Υόρκη
οργανώνονται δύο φιλανθρωπικές χοροσπερίδες
που θα τις ποικίλλει απαγγελία
επίκαιρων ποιημάτων.
  
Νομίζω όμως ότι, για να είμαστε τίμιοι κριτές, θα πρέπει να δούμε αυτήν την ποίηση περισσότερο με το μέτρο της καρδιάς και λιγότερο αισθητικά κριτήρια. Ο Θεοκλής Κουγιάλης σημειώνει ότι  «είναι το ποσοστό της καρδιάς και όχι η ποιότητα της ποίησης που πιο πολύ μετρά στην περίπτωση αυτή».

Ας μείνουμε όμως στα κυριότερα και ουσιωδέστερα του θέματος. Μετά το 1974, η κυπριακή ποίηση θα στραφεί περισσότερο στον εαυτό της και θα κάνει μια βυθομετρική ενδοσκόπηση για να  ανατάμει από την αρχή τα πρωταρχικά που την απασχολούν. Θα αναλογιστεί την παθογένεια του μεγαλύτερου έρωτα της Κύπρου, της Ένωσης της με την Ελλάδα, που μόνο ως υπαρκτική κατηγορία  μπορεί να ιδωθεί, και της οποίας η αυταπαρνητική στάση οδήγησε αρχικά σε στιγμές μεγαλείου, ενώ αργότερα η Κύπρος, για χάρη του έρωτα της οδηγήθηκε στην καταστροφή. «Σε κανένα τόπο, όπου και αν πήγα, δεν άκουσα να επαναλαμβάνεται τόσο πολύ μια λέξη, η λέξη Ένωση», αναφέρει ο  Άγγλος Υπουργός Αποικιών μετά από μια επίσκεψη του στην Κύπρο. Όπως κάθε μεγάλος και πραγματικός έρωτας, όμως, έτσι και αυτός, αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι.

Αναμφίβολα η κυπριακή ποιητική παραγωγή  είναι μια από τις πιο έντονες περιπτώσεις αυτού που ονομάζουμε ποίηση της ήττας, με κύρια χαρακτηριστικά τον πόνο, την απογοήτευση και την εσωτερική καταρράκωση. Ακόμη με μια βαθιά αίσθηση μοναξιάς, που όταν δεν υποδηλώνεται, έστω και συγκεκαλυμμένα, μπορεί κάποιος έμπειρος εύκολα να την διαβλέψει. Μερικές φορές αυτό το βάρος της μοναξιάς γίνεται αβάσταχτο και οι ποιητές το κραυγάζουν. Όπως παραδειγματικά και επιγραμματικά το αποτύπωσε ο Μόντης:
Eλάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’  αυτή τη μακρινή γωνιά
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.
(Έλληνες Ποιητές)

Γενικά, δέχονται αδιαμαρτύρητα και ταπεινά θα έλεγα, τη συνειδητή ή ασύνειδη παραθεώρηση και αγνόηση της. Γράφουν γνωρίζοντας ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα και ότι σχεδόν κανένας δεν θα ασχοληθεί με το έργο τους, τόσο στο κυπριακό όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Είτε είναι ο χώρος της επίσημης εκπαίδευσης ή άλλου κρατικού φορέα, είτε ο χώρος της διανόησης και των εκδόσεων.
Η πληγή της των ποιητών δεν βγάζει χολή, ο πόνος της θα έλεγε κάποιος γίνεται γλυκόπικρος. Πρόκειται για μια θλίψη όπου, παρά την έκταση της, δεν οδηγεί σε παραίτηση αλλά μπορεί να διαπιστωθεί ευδιάκριτα μέσα σε αυτήν την λύπη η διάθεση και η προτροπή για αντίσταση. Γράφει ο Ανδρέας Παστελλάς:
Δεν φεύγουμε
όσο και να μας πιέζουν το στήθος οι τοίχοι.
Ο χρόνος δεν είναι δικός σας
όσο και να μας το ληστεύετε
κι’ αυτή η γαλάζια θάλασσα, που ποτέ δεν την είδατε
πίσω από τα μαύρα τουριστικά σας γυαλιά
μηδέ ο θείος ίσκιος της ελιάς που ξεκουράζετε
κάθε μεσημέρι
της κουρασμένους της κιρσούς και το ασθενικό της πάγκρεας

(Xώρος Διασπορά, από την ομώνυμη συλλογή)

 Αυστηρά ελληνικά τα σημαινόμενα της ελιάς, κατεξοχήν σύμβολο του πάθους αλλά και της αργόσυρτης αντίστασης και διάρκειας του λαού μας.

Χρόνια σκλαβκίες ατέλειωτες
τομ πάτσόν τζαι το κλώτσον της.
Εμείς τζαμαί. Ελιές τζιαι τερατσίες πάνω στον ρότσον της

(Κυπριακή Ιστορία ΙΙ)

συνοψίζει και πάλι ο Μόντης. «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» αναφέρει ο Ελύτης  (Μικρός Ναυτίλος, ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ) για να συμπληρώσει ο Νίκος Καρούζος «ότι θέλει δύστυχο χώμα η ελιά», (Νεολιθική νυκτωδία στην Κρονστάνδη).

Θα προσπαθήσω να δώσω τα βασικά στοιχεία της κυπριακής μετα-εισβολικής, αλλά και εν μέρει της αμέσως προ της εισβολής ποίησης, μέσα από τα έργα δύο κορυφαίων της ποιητών, του Κώστα Μόντη και του Παντελή Μηχανικού. Ο Μόντης υπήρξε μείζων ποιητής του Ελληνισμού με τεράστιο έργο, κατά κανόνα συμπαγές και ομογενοποιημένο. Της κύκλους των ειδικών χαρακτηρίζεται και ως ο ποιητής των στιγμών. Έχει καταφέρει να επιβάλει πολύ δόκιμα στην ποιητική ορολογία την έννοια «στιγμή», εμπλουτίζοντας τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο ποιητικό λόγο. Τι σημαίνει της «ποιήματα-στιγμές». Πρόκειται για ολιγόστιχα ποιήματα από 1 έως 4 με 5 στίχους, άλλα έντιτλα και άλλα άτιτλα, τα οποία αποτυπώνουν την βούληση και την εσωτερικότητα που κυριαρχεί στον ποιητή εκείνη την στιγμή που τα γγράφει. Όπου οι στιγμές έχουν τίτλο, αυτός  αποτελεί μέρος του ποιήματος, είναι ενσωματωμένος σε αυτό.

Για το πώς γεννήθηκε αυτό το νέο ποιητικό είδος, ο Μόντης εξομολογήθηκε πριν αρκετά χρόνια  στο αθηναϊκό περιοδικό Διαβάζω: «Mέσα στην πίεση που είχα, έκαναν δύο δουλειές για να ζήσω την οικογένεια μου, έπρεπε να βρω καιρό, μια στιγμούλα, ν’  αρπάξω την πένα, ν’ αρπάξω  ένα χαρτί και να γράψω ένα στίχο. Μετά από καιρό  αντιλήφθηκα ότι αυτοί οι στίχοι δεν ήθελαν ανάπτυξη, ήταν τελειωμένο ποίημα. Μόνο που ένιωθα ότι,  για να σταθεί μια στιγμή, έπρεπε να περάσει από κάποιο διυλιστήριο που υπάρχει μέσα μου, που έλεγε ναι ή όχι στην έμπνευση  μου. Για μένα αυτές οι στιγμές ήταν πυρήνες ποίησης, μετουσίωνα τη φτωχή φιλοσοφική μου σκέψη, όση έχω, σε αίσθημα για να μην γινόταν εγκεφαλική ποίηση η οποία για μένα δεν είναι αποδεκτή».

Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την καταστροφή του ’74, παρατηρείται στον Μόντη μια έξαρση στην συγγραφή στιγμών. Με αυτές αναπαριστά συνήθως πράγματα της καθημερινότητας σημαντικά ή φαινομενικά ασήμαντα για να της δώσει πολυδιάστατες οικουμενικές προεκτάσεις:

Δεν είμαστε πια κύριοι της Παναγίας μας.
Τα κεράκια που ανάβεις στην Φανερωμένη
ανάβουν στην άλλη άκρια της γης.

Όπως στις στιγμές έτσι και στα περίφημα Γράμματα στην Μητέρα, η Κύπρος κατέχει κυρίαρχη θέση και οι πτυχές της ξεδιπλώνονται υπαινικτικά ή άλλως πως μαζί με της πτυχές της ζωής που τροφοδοτούν θεματικά της ποιητές. Η έννοια Κύπρος γίνεται το κέντρο της ύπαρξης των ποιητών, αφού αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της καθημερινής τους σκέψης, και αποτελεί τη μόνιμη ανησυχία τους. Αυτή καθορίζει το πνεύμα τους και γεννά τα ποιήματα και τα διανοήματα τους. Όσες φορές θίγουν άλλα ζητήματα, ανθρώπινα, μπορείς  σε μερικές περιπτώσεις να αισθανθείς ότι από τον τρόπο που τα θέτουν, σαν να ζητούν  βρουν αναλογίες με το κυπριακό πάθος. Ένα πάθος που συστήνει και κορυφώνει το άδικο, ακριβώς επειδή προέρχεται από σπαρακτικά βιώματα και όχι από ιδέες.

Τα τρία μακροσκελή Γράμματα στην Μητέρα, από της κορυφαίες ποιητικές καταθέσεις του Μόντη, συμπυκνώνουν όλη την πατριδοκεντρική αγωνία και τον πόνο από τη ματαίωση του οράματος, μια ματαίωση η οποία έγινε με τον χειρότερο τρόπο και για αυτό επιτείνει  πολύ την τραγικότητα. Ένα όραμα το οποίο, με την τόση τρυφερότητα του κυπριακού λαού, ζητούσε με τρόπους έσχατους το ελάχιστο δίκαιο του:

[…]
Kι η ψυχή
μας αγναντεύει αθάνατη
καθισμένη σε ψηλό κλαρί.
Ψάλλει.
Κι ένα δάκρυ πέφτει απ’ το τραγούδι της
δικό της ήτανε το σώμα αυτό
που ήξερε και αυτό να τραγουδεί
που ήξερε και αυτό να ψάλλει
με ολοζώντανες αισθήσεις μέσα στο στήθος σου
εν υψίστοις βαθιά της κόλπους
δικός της ήτανε ο κόσμος της.
Και ψάλλει ε και ψάλλει ε.
Και ψάλλει νω και ψάλλει ση.

Κλαρί της μυγδαλιάς!
Κράτησε την απαλά κράτησε την τελετουργικά
κράτησε την  με δέος.
( Σκήνωμα, Κατάθεση)
τραγουδά ο Παντελής Μηχανικός.

Τα Γράμματα στην Μητέρα, το σύμβολο της άφθορης αγάπης, την οποία ο Μόντης έχασε στη εφηβική ηλικία, καθώς επίσης και ένα από τα αδέλφια του, αποτελούν αναγκαστική καταφυγή για αυτόν, για να μπορέσει να παραθέσει στο πλέον αξιόπιστο πρόσωπο, χωρίς οποιοδήποτε φόβο, την προϊούσα φθορά και αλλοτρίωση. Δεν είναι βέβαια τυχαίο, οι ημερομηνίες που δημοσιεύονται τα Γράμματα, αποτυπώνοντας έτσι την κλιμακούμενη ένταση και ανωμαλία που διέρχεται ο τόπος. Το πρώτο κυκλοφορεί το 1965, μετά δηλαδή από της συγκρούσεις του ’63 και της βομβαρδισμούς της Τυλληρίας το ’64. Το δεύτερο Γράμμα  δημοσιεύεται το 1972 όταν η εμφιλοχωρούσα εσωτερική αντιπαράθεση οδηγείται σε εμφύλιο και προμηνύει το μεγάλο κακό:

Mητέρα είν΄όλα της φαύλος κύκλος
Μητέρα είμαστε όλοι της φαύλος κύκλος
Μια αστειότης.

(Δεύτερο Γράμμα στην Μητέρα)

To συγκλονιστικό  Γ΄ Γράμμα στην Μητέρα κυκλοφόρησε το 1980 όταν πλέον είχαν καταλαγιάσει  τα πράγματα, στο προσκήνιο τουλάχιστον, και ο πόνος συνεχιζόταν στην αφάνεια, στα δρομάκια και στα δωμάτια των ισοπεδωτικών συνοικισμών. Εκείνο  που αρχίζει και λανθάνει στο Γ΄ Γράμμα είναι η πεποίθηση ότι εκλείπει η προοπτική για αποκατάσταση της Κύπρου στην ιστορική της διάσταση. Ο  τελευταίος στίχος του δεύτερου Γράμματος ήταν « δεν ξέρω μητέρα αν θα σου ξαναγράψω». Ο Μόντης προέβλεπε την καταστροφή, μάλλον όμως δεν μπορούσε να φανταστεί την έκταση των συνεπειών της, και πως ακριβώς θα ήταν τα πράγματα  μετά από οκτώ χρόνια  που κυκλοφόρησε το Γ΄ Γράμμα το οποίο κλείνει λέγοντας ότι «Μητέρα αυτή τη φορά είμαι βέβαιος πως δεν θα σου ξαναγράψω».

Ποίηση βέβαια ο Μόντης συνέχισε να γράφει και θα ήθελα ειδικά να σταθώ στο μέρος εκείνο της πολιτικής του ποίησης  της οποίας η διαίσθηση την καθιστά άκρως επίκαιρη για ότι ακριβώς συμβαίνει σήμερα  με την πλεκτάνη του Σχεδίου Ανάν. Ποιήματα γραμμένα προ 15ετίας, προ 20ετίας, λειτουργούν προφητικά για ότι τεκταίνεται αυτές τις μέρες. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα:

Kάντε λοιπόν τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις
Να περάσουν  οι βάρβαροι
Κάντε λοιπόν  τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις
Να μην υπάρχουν νομικά κωλύματα για τη διέλευση.

Γιατί παραγνωρίζουμε την συγκυριότητα των προγόνων.

Αυτοί που σας λέμε είναι όλοι εκπαιδευμένοι στο ναι.
Που ν’ αναζητάμε άλλους  τώρα,
Τι λόγος υπάρχει.

Ούτε ένα ψίχουλο άρνηση σε κάποια κόχη
Εμείς που πριν σπαργώναμεν απ’ τα όχι.

O της ποιητής του οποίου μνημονεύσαμε το όνομα του, ο Παντελής Μηχανικός, είναι ολιγόγραφος. Κυκλοφόρησε τρεις ποιητικές συλλογές, την πρώτη το 1957, με τον τίτλο Παρεκκλίσεις, την δεύτερη το 1963 με τον τίτλο Τα δύο βουνά και την τρίτη μετά από 13 χρόνια, το 1976, αμέσως δηλαδή μετά την εισβολή, με τον βαρυσήμαντο τίτλο Κατάθεση. Οι δύο πρώτες συλλογές και βεβαίως με συγκλονιστικό τρόπο η τρίτη περιέχουν έντονα το στοιχείο της πολιτικοποίησης και αφορούν κύρια τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την ατευξίαν, από την ηγεσία των Ελλήνων, της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα η οποία επισφραγίστηκε με την τουρκική εισβολή του 1974.

Η ποίηση του Μηχανικού είναι έντονα καταγγελτική και τη διακρίνουν, κατά την άποψη μου, δύο στοιχεία, τα οποία αφορούν κατά κανόνα την Κατάθεση η οποία μας ενδιαφέρει και  άμεσα. Αφ’ ενός πρόκειται για μια καθαρότητα σκέψης συνυφασμένη με μια κάποια απολυτότητα, και αφ’ ετέρου η εγγενής τραγικότητα του ποιητή και του έργου του. Τα δύο αυτά στοιχεία θα δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό μείγμα που θα προσδώσει ένα ακαριαίο λόγο στο έργο του και στον ίδιο ένα συγκλονισμό. Κεντρική θέση στην Κατάθεση κατέχουν πρόσωπα-σύμβολα τα οποία προάγουν τα νοήματα του ποιητή, ο Ονήσιλος, ο Ριμάχο και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Χονδρικά τα μισά περίπου ποιήματα της συλλογής αναφέρονται στα αμέσως προ του ’74 ταραγμένα χρόνια και τα άλλα μισά σε ότι επακολούθησε.

Ο Μηχανικός μιλά κυνικά διότι έτσι προσλαμβάνει την καθημερινότητα. Η Κατάθεση αποτελεί μια δριμεία επίκριση της σήψης, της συμφεροντολογίας και του κοινωνικού ηθικισμού, καταστάσεις οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την έκπτωση της πολιτικής. Κύρια όμως αποτελεί μια κατάκριση της λιποταξίας από της εθνικούς σκοπούς:

Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης 
όπως τον Ριμαχό
 
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
 
απ' όπου διάβηκε η αγαπημένη του
 
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
 
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
 
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
 
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
 

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.
 
Γεμάτα χαρά.
 

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό
 
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
 
για να υπερασπίσει το χώμα απ' όπου διάβηκε η αγάπη του
. 

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό 
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.

(Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό, Κατάθεση)

Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που της βιάσανε τις γυναίκες  μπροστά στα μάτια τους
και δεν τραβήξανε το σουγιά τους.
Απαθώς
τότε.
Κι’  απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.
(Ίτε, Κατάθεση)

Ταυτόχρονα της, προ της εισβολής,  ο Μηχανικός διαπίστωσε με ενάργεια ότι το ιδανικό της Ένωσης άρχισε και ξέπεφτε και γινόταν ιδεολόγημα στα χέρια αυτών που πρωτοστατούν για να το επιτύχουν. Μια έκπτωση και μια αλλοτρίωση που, σταδιακά, θα κορυφώνεται και βεβαίως καμία  σχέση δεν είχε με την ακραία αυτοθυσιαστική στάση των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ:
Aιχμάλωτες μάσκες μέσα στα τραίνα
κροτούν πιστόλες στ’ όνομα μιας ελευθερίας
βγαλμένης από κόκκαλα
που τώρα τα μασάει.
(Σκήνωμα, Κατάθεση)

Eπειδή όμως ο χρόνος τρέχει πάντα γρήγορα και κάπου εδώ θα πρέπει να τελειώσω, θα ήθελα να κλείσω παραθέτοντας ένα απόσπασμα από ένα άρθρο καθώς και ένα περιστατικό. Το απόσπασμα είναι του Τάσου Λιγνάδη και αναφέρεται στην ποίηση του Μόντη, αλλά το νόημα του πιστεύω ότι ισχύει για όλη την μετα-εισβολική ποίηση. Λέει τα ακόλουθα ο Λιγνάδης: «Τίποτα το ιδιωτικό δεν υπάρχει μέσα σε αυτήν την ποίηση. Ότι φαίνεται ιδιωτικό αλληγορεί το δήγμα της ιστορίας, αυτής της οχιάς του άδικου φόνου. Αυτή  η παραμονή, η επιμονή στην  διάρκεια και στην πολιορκία, αυτή η αντοχή στην απομόνωση που την κάνει κατανοητή  ο κάλβειος προσδιορισμός του ‘ωραία και μόνη’, δηλώνει σε ψίθυρο παγερό την εγκατάλειψη. Αυτή η εγκατάλειψη νοτίζει όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής. Μια υγρασία που σε πηρουνιάζει σαν ενοχή, αυτό είναι το εκλεγμένο ποιητικό τοπίο. Μέσα από το φαινομενικά προσωπικό σήμα της εξομολόγησης, της απολογίας και του ημερολογίου, κατεβάζουμε το κεφάλι στο κείμενο και ακροαζόμαστε ήχους πατρίδας που επιμένουν».
Όσο για το περιστατικό, είναι το εξής και διαβεβαιώνω πως είναι απόλυτα πραγματικό. Πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα, ένας Κύπριος ποιητής λογομαχούσε σε ένα βιβλιοπωλείο με κάποιο εκδότη για μια πολύ σημαντική πτυχή του κυπριακού δράματος. Κάποια στιγμή βγαίνει από το υπόγειο του βιβλιοπωλείου ο Οδυσσέας Ελύτης που ως φαίνεται άκουε τη λογομαχία. Τότε ο Ελύτης, όταν ανέβηκε στο ισόγειο, προέτρεψε τον εκδότη να μην μιλά με αυτόν τον τρόπο στο ποιητή διότι «ανήκει και αυτός στους χαμένους του Ανθυπολοχαγούς της Αλβανίας».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου